- ενεργός
- -ή, -ό (AM ἐνεργός, -όν) [έργον]1. αυτός που βρίσκεται σε ενέργεια, σε ενεργό υπηρεσία («ενεργός στρατός»)2. ενεργητικός, σε ενέργεια (σε αντίθεση με αυτόν που βρίσκεται σε λανθάνουσα ή εφεδρική κατάσταση)3. δραστήριος, ενεργητικός, αποτελεσματικός4. (οικον.) «ενεργό κεφάλαιο» — κεφάλαιο που έχει διατεθεί σε επιχειρήσεις, σε αντιδιαστολή προς το «νεκρό ή αργό κεφάλαιο»αρχ.1. εργαζόμενος, που βρίσκεται σε εργασία, που εργάζεται («ἐδέοντό μου δανεῑσαι χρήματ'..., ὅπως ἄν ἐνεργοί ὦσιν», Δημοσθ.)2. που ασκεί την εργασία του, που βρίσκεται εν ενεργεία3. κατάλληλος ή έτοιμος για δράση4. ισχυρός, αποτελεσματικός («ἐνεργός προσβολή», Πολ.)5. γρήγορος («ἐνεργόν ποιεῑσθαι τὴν πορείαν», Αριστοτ.)6. (για γη, χώρα) παραγωγικός, εύφορος, αποδοτικός («τήν τε χώραν ἐνεργοτέραν ἐποίησεν», Πλούτ.)7. (απλώς) καλλιεργημένος8. «ἐνεργά χρήματα» — που αποφέρουν κέρδος9. αυτός που καθιστά κάτι δραστικό («ἡ γεωργία ἐνεργὸν ποιεῑ τὴν τροφήν», Αριστοτ.).επίρρ...ενεργώςμε σημαντική προσωπική συμμετοχή σε μια ομαδική προσπάθεια, με εντατική δράση, με δραστική ενέργεια.
Dictionary of Greek. 2013.